- ξεφτέρι
- και ξιφτέρι, το1. είδος αρπακτικού πτηνού, το κιρκινέζι2. (για πρόσ.) εξαιρετικά εύστροφος, ικανός, με μεγάλη αντίληψη, ευφυής (α. «είναι ξεφτέρι στα γράμματα» β. «είναι ξεφτέρι στην κλεψιά»)3. στον πληθ. τα ξεφτέριατα εξαπτέρυγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξεφτέρι < ξιφτέρι < ξιπτέριν < λατ. accipiter «γεράκι». Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. ὀξυπτέριον, υποκορ. τού ὀξύπτερος «αυτός που έχει γρήγορα φτερά»].
Dictionary of Greek. 2013.